Ετυμολογία

επεξεργασία
absolutely < absolute + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

absolutely (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. απόλυτα/απολύτως, εντελώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι κάτι είναι εντελώς αληθινό
    ⮡  I am absolutely correct.
    Έχω απόλυτα δίκιο.
    ⮡  I absolutely deny the accusation.
    Αρνούμαι απόλυτα την κατηγορία.
    ⮡  It is absolutely out of the question.
    Είναι εντελώς αδύνατο.
  2. (absolutely no/absolutely nothing) κανείς απόλυτα/απολύτως, χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι αρνητικό
    ⮡  absolutely no doubt - καμιά απόλυτα αμφιβολία
    ⮡  However, there was absolutely no problem./However, there was absolutely nothing wrong.
    Εν τούτοις, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα απολύτως.
  3. απόλυτα, εντελώς, χρησιμοποιείται με επίθετα ή ρήματα που εκφράζουν έντονα συναισθήματα ή ακραίες ιδιότητες
    ⮡  I am absolutely interested.
    Με ενδιαφέρει απόλυτα.
    ⮡  I am absolutely sure.
    Είμαι απόλυτα σίγουρος.
    ⮡  absolutely correct/wrong/alright - απόλυτα σωστό/λάθος/εντάξει
    ⮡  You are absolutely crazy.
    Είσαι εντελώς τρελός.

Συνώνυμα

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη completely

  Επιφώνημα

επεξεργασία

absolutely (en)

  1. σίγουρα, βέβαια
    ⮡  Will we change some things? Absolutely!
    Θα αλλάξουμε κάποια πράγματα; Σίγουρα!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη definitely
  2. (absolutely not) με τίποτα