absolutely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαabsolutely (en) (χωρίς παραθετικά)
- απόλυτα/απολύτως, εντελώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι κάτι είναι εντελώς αληθινό
- ⮡ I am absolutely correct.
- Έχω απόλυτα δίκιο.
- ⮡ I absolutely deny the accusation.
- Αρνούμαι απόλυτα την κατηγορία.
- ⮡ It is absolutely out of the question.
- Είναι εντελώς αδύνατο.
- ⮡ I am absolutely correct.
- (absolutely no/absolutely nothing) κανείς απόλυτα/απολύτως, χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι αρνητικό
- ⮡ absolutely no doubt - καμιά απόλυτα αμφιβολία
- ⮡ However, there was absolutely no problem./However, there was absolutely nothing wrong.
- Εν τούτοις, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα απολύτως.
- απόλυτα, εντελώς, χρησιμοποιείται με επίθετα ή ρήματα που εκφράζουν έντονα συναισθήματα ή ακραίες ιδιότητες
- ⮡ I am absolutely interested.
- Με ενδιαφέρει απόλυτα.
- ⮡ I am absolutely sure.
- Είμαι απόλυτα σίγουρος.
- ⮡ absolutely correct/wrong/alright - απόλυτα σωστό/λάθος/εντάξει
- ⮡ You are absolutely crazy.
- Είσαι εντελώς τρελός.
- ⮡ I am absolutely interested.
Συνώνυμα
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη completely
Επιφώνημα
επεξεργασίαabsolutely (en)
- σίγουρα, βέβαια
- ⮡ Will we change some things? Absolutely!
- Θα αλλάξουμε κάποια πράγματα; Σίγουρα!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη definitely
- ⮡ Will we change some things? Absolutely!
- (absolutely not) με τίποτα
Πηγές
επεξεργασία- absolutely - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 106, 296. ISBN 9780194325684., λήμμα: απολύτως, εντελώς