definitely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | definitely |
συγκριτικός | more definitely |
υπερθετικός | most definitely |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαdefinitely (en)
- οπωσδήποτε, βέβαια, αναμφισβήτητα, σίγουρα, ένας τρόπος να τονίσω ότι κάτι είναι αλήθεια και ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό
- ⮡ I will definitely come.
- Θα έρθω οπωσδήποτε.
- ⮡ We will definitely change some things.
- Θα αλλάξουμε οπωσδήποτε κάποια πράγματα.
- ⮡ He is definitely not a thief but…
- Οπωσδήποτε δεν είναι κλέφτης αλλά…
- ⮡ You definitely must be joking!
- Θα αστειεύεσαι βέβαια!
- ⮡ I will definitely come.