definitely
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
definitely (en)
- οπωσδήποτε, αναμφισβήτητα, σίγουρα
- ↪ We will definitely change some things.
- Θα αλλάξουμε οπωσδήποτε κάποια πράγματα.
- ↪ We will definitely change some things.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- absolutely
- certainly
- indubitably
- surely
- undoubtedly
- unquestionably
- wis (απαρχαιωμένο)
- without a question