for sure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαfor sure (en) (ιδιωματισμός)
- σίγουρα, βέβαια, φυσικά, πια, το δίχως άλλο, χωρίς αμφιβολία
- ⮡ We will for sure change some things.
- Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.
- ⮡ Tomorrow we are for sure leaving.
- Αύριο πια φεύγουμε.
- ⮡ We will for sure change some things.
Συνώνυμα
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη definitely