Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός sure
συγκριτικός surer
υπερθετικός surest

sure (en)

  1. (όχι πριν από το ουσιαστικό) σίγουρος, βέβαιος, είμαι βέβαιος ότι ξέρω κάτι ή ότι έχω δίκιο
    ⮡  I am sure of myself.
    Είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου.
    ⮡  I am sure about something.
    Είμαι σίγουρος για κάτι.
    ⮡  You are completely sure that…
    Είσαι απολύτως σίγουρος ότι…
    ⮡  Are you sure it was the mailman?
    Σίγουρα ήταν ο ταχυδρόμος;
  2. (όχι πριν από το ουσιαστικό) σίγουρος, είμαι σίγουρος ότι θα λάβω κάτι ή ότι κάτι θα συμβεί
    ⮡  Are you sure of success?
    Είσαι σίγουρος για την επιτυχία;
    ⮡  I am sure of the result.
    Είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
    ⮡  You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
    Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
  3. (sure to) σίγουρος ότι, φροντίζω να, βέβαιο ότι θα κάνει κάτι ή θα συμβεί
    ⮡  He is sure to be elected.
    Είναι σίγουρο ότι θα εκλεγεί.
    ⮡  He is sure to come.
    Είναι σίγουρο ότι θα έρθει.
    ⮡  If it’s about a mistake, I will be sure to fix it.
    Αν πρόκειται για λάθος, θα φροντίσω να το διορθώσω.
  4. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) σίγουρος, κάτι στο οποίο μπορεί κανείς να εμπιστευτεί ή να βασιστεί
    ⮡  It is a sure sign of rain.
    Είναι σίγουρο σημάδια βροχής.
    ⮡  It is a sure thing that he will come.
    Είναι σίγουρο ότι θα έρθει.
    ⮡  There is no sure remedy for it.
    Δεν υπάρχει σίγουρο φάρμακο γι' αυτό.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη certain

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός sure
συγκριτικός more sure
υπερθετικός most sure

sure (en)

  1. βέβαια, ασφαλώς
  2. ασφαλώς, οπωσδήποτε

  Επιφώνημα

επεξεργασία

sure (en)

  1. ναι, μια πιο επιφυλακτική απάντηση του yes
  2. σίγουρα
    ⮡  -“Will you go?” -“Sure I will!”
    -«Θα πας;» -«Σίγουρα

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη yes