Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίγουρα < σίγουρος

  Επίρρημα επεξεργασία

σίγουρα

  1. με σιγουριά, με βεβαιότητα
    ο υποψήφιος αυτός θα είναι σίγουρα ο νικητής
  2. βέβαια

  Μεταφράσεις επεξεργασία