Ετυμολογία

επεξεργασία
σίγουρα < σίγουρος

Επίρρημα

επεξεργασία

σίγουρα

  1. με σιγουριά, με βεβαιότητα
    ο υποψήφιος αυτός θα είναι σίγουρα ο νικητής
  2. βέβαια

Μεταφράσεις

επεξεργασία