παραθετικά
θετικός definite
συγκριτικός more definite
υπερθετικός most definite

  Επίθετο

επεξεργασία

definite (en)

  • οριστικός, είναι σίγουρο και απίθανο να αλλάξει
    ⮡  a definite date/answer - μια οριστική ημερομηνία/απάντηση
    ⮡  I am very definite about what I like.
    Είμαι πολύ σίγουρος για το τι μου αρέσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certain