indefinite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | indefinite |
συγκριτικός | more indefinite |
υπερθετικός | most indefinite |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
indefinite (en)
- αόριστος, που το τέλος του δεν είναι γνωστό, καθορισμένο
- ⮡ I’m working on contract for an indefinite duration.
- Δουλεύω με σύμβαση αόριστης διάρκειας.
- ⮡ I’m working on contract for an indefinite duration.
- αόριστος, ασαφής
- ⮡ an indefinite answer - μια αόριστη απάντηση
- ⮡ He gave me indefinite promises.
- Μου έδωσε αόριστες υποσχέσεις.