παραθετικά
θετικός indefinite
συγκριτικός more indefinite
υπερθετικός most indefinite

  Ετυμολογία

επεξεργασία
indefinite < in- + definite

  Επίθετο

επεξεργασία

indefinite (en)

  1. αόριστος, που το τέλος του δεν είναι γνωστό, καθορισμένο
    ⮡  I’m working on contract for an indefinite duration.
    Δουλεύω με σύμβαση αόριστης διάρκειας.
  2. αόριστος, ασαφής
    ⮡  an indefinite answer - μια αόριστη απάντηση
    ⮡  He gave me indefinite promises.
    Μου έδωσε αόριστες υποσχέσεις.