indefinitely
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- indefinitely < indefinite + -ly
Επίρρημα επεξεργασία
indefinitely (en) (χωρίς παραθετικά)
- επ' αόριστον, απροσδιοριστοχρόνως, για πάντα
- ↪ The trial was adjourned indefinitely.
- Η δίκη αναβλήθηκε επ' αόριστο.
- ↪ The trial was adjourned indefinitely.