επ' αόριστον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επ' αόριστον < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπ' ἀόριστον < ἐπ' ἀόριστον χρόνον[1] < ἐπ' + ἀόριστον αιτιατική ενικού του ἀόριστος + χρόνον αιτιατική ενικού του χρόνος
Επίρρημα
επεξεργασίαεπ' αόριστον
- (λόγιο) για απροσδιόριστο, άγνωστο χρονικό διάστημα δίχως καθορισμένο τέλος
- ⮡ Η εκδήλωση ανεβλήθη επ' αόριστον.
- ≈ συνώνυμα: επ' άπειρον, μέχρι νεοτέρας/νεωτέρας
Επίθετο
επεξεργασίαεπ' αόριστον
- (λόγιο) που διαρκεί για απροσδιόριστο, άγνωστο χρονικό διάστημα χωρίς καθορισμένου τέλους
- ⮡ Επ' αόριστον αναβολή/ανεργία/ανοχή.
Μεταφράσεις
επεξεργασία επ' αόριστον
Πηγές
επεξεργασία- αόριστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αόριστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αόριστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἀόριστος, 2) ὁ μὴ ὡρισμένος ἢ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, ἀπροσδιόριστος : Ἀριστλ.Πολιτ.1275 Α 26 ἀόρ.ἄρχων ὁ κατέχων τὴν ἀρχὴν ἐπ' ἀόριστον χρόνον σελ.699β - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)