απροσδιόριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απροσδιόριστος < (σημασιολογικό δάνειο) τα γαλλικά indéterminé
Επίθετο
επεξεργασίααπροσδιόριστος -η -ο
- που δεν μπορεί να προσδιοριστεί, που δεν είναι φανερό ή γνωστό κάποιο βασικό χαρακτηριστικό του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απροσδιόριστος
|