Ετυμολογία

επεξεργασία
undefined < un- + defined

undefined (en)

  1. απροσδιόριστος
  2. αόριστος, μη ορισμένος
  3. ακαθόριστος
  4. (πληροφορική) δεν έχει οριστεί, αόριστος, ακαθόριστος [1], δεν έχει νόημα
      A variable declared without a value will have the value undefined (JavaScript tutorial) [2]
    «Μια μεταβλητή που δηλώνεται χωρίς τιμή θα έχει ακαθόριστη τιμή»

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • undefined στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «μη οριζόμενος», «μη ορισμένος», «αόριστος», «ακαθόριστος» από αναζήτηση «undefined» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) JavaScript Variables. Πρόσβαση 2020-10-27.