defined
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | defined |
συγκριτικός | more defined |
υπερθετικός | most defined |
defined (en)
- ορισμένος, που έχει ορισμό
- ⮡ within defined bounds - μέσα σε ορισμένα όρια
- ⮡ at the defined time - την ορισμένη ώρα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdefined (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632-633. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορισμένος