Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας define
γ΄ ενικό ενεστώτα defines
αόριστος defined
παθητική μετοχή defined
ενεργητική μετοχή defining

  Ετυμολογία επεξεργασία

define < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɪˈfaɪn/
 

  Ρήμα επεξεργασία

define (en)

  1. ορίζω μία λέξη, έννοια, ιδέα, φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.
  2. αποσαφηνίζω, καθορίζω, προσδιορίζω
  3. διαγράφω, που δείχνει καθαρά μια γραμμή ή σχήμα
    The mountain was clearly defined against the morning sky.
    Το βουνό διαγραφόταν καθαρά στον πρωινό ουρανό.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία