ενεστώτας define
γ΄ ενικό ενεστώτα defines
αόριστος defined
παθητική μετοχή defined
ενεργητική μετοχή defining

Ετυμολογία

επεξεργασία

define (en)

  1. ορίζω μία λέξη, έννοια, ιδέα, φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.
  2. αποσαφηνίζω, καθορίζω, προσδιορίζω
  3. διαγράφω, που δείχνει καθαρά μια γραμμή ή σχήμα
      The mountain was clearly defined against the morning sky.
    Το βουνό διαγραφόταν καθαρά στον πρωινό ουρανό.

Συγγενικά

επεξεργασία