Δείτε επίσης: ὁρίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὁρίζω[1] < ὅρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρί‐ζω

ορίζω, αόρ.: όρισα, παθ.φωνή: ορίζομαι, π.αόρ.: ορίστηκα, μτχ.π.π.: ορισμένος

  1. αποφασίζω πού και πότε (συνήθως) θα γίνει κάτι
    ⮡  να ορίσομε μια συνάντηση με το διευθυντή
  2. θέτω τα όρια για κάτι
  3. δίνω μια ιδιότητα σε κάποιον, ώστε να κάνει κάτι
    ⮡  με όρισε εκπρόσωπο τύπου
  4. αποφασίζω, επιλέγω
    ⮡  συνήθως, οι καθηγητές ορίζουν την ύλη που θα διδάξουν στο νέο εξάμηνο
  5. δίνω ορισμό για κάτι, επισημαίνω τα γνωρίσματά του
    ⮡  πώς μπορούμε να ορίσομε το τετράγωνο;
  6. διατυπώνω με σαφήνεια
    ⮡  το νέο διάταγμα ορίζει ότι...
  7. (λαϊκότροπο) διατάζω, εκφράζω απόλυτα μια επιθυμία
    ⮡  τι ορίζει ο αφέντης μας;
  8. ελέγχω, εξουσιάζω
    ⮡  οι παππούδες του όριζαν όλη την εμπορική κίνηση της περιοχής
  9. φτάνω
    ⮡  καλώς ορίσατε!

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία