ορίζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορίζω < αρχαία ελληνική ὁρίζω < ὃρος
ΡήμαΕπεξεργασία
ορίζω
- αποφασίζω πού και πότε (συνήθως) θα γίνει κάτι
- να ορίσομε μια συνάντηση με το διευθυντή
- θέτω τα όρια για κάτι
- δίνω μια ιδιότητα σε κάποιον, ώστε να κάνει κάτι
- με όρισε εκπρόσωπο τύπου
- αποφασίζω, επιλέγω
- συνήθως, οι καθηγητές ορίζουν την ύλη που θα διδάξουν στο νέο εξάμηνο
- δίνω ορισμό για κάτι, επισημαίνω τα γνωρίσματά του
- πώς μπορούμε να ορίσομε το τετράγωνο;
- διατυπώνω με σαφήνεια
- το νέο διάταγμα ορίζει ότι...
- (λαϊκότροπα) διατάζω, εκφράζω απόλυτα μια επιθυμία
- τι ορίζει ο αφέντης μας;
- ελέγχω, εξουσιάζω
- οι παππούδες του όριζαν όλη την εμπορική κίνηση της περιοχής
- φτάνω
- καλώς ορίσατε!
Επεξεργασία
- ορίζοντας
- οριζόντια και οριζοντίως
- οριζόντιος
- οριζοντιώνω
- ορίζουσα
- ορισμένος
- ορισμός
- ορίστε
- όρσε
- οριστικός
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ορίζω | όριζα | θα ορίζω | να ορίζω | ορίζοντας | |
β' ενικ. | ορίζεις | όριζες | θα ορίζεις | να ορίζεις | όριζε | |
γ' ενικ. | ορίζει | όριζε | θα ορίζει | να ορίζει | ||
α' πληθ. | ορίζουμε | ορίζαμε | θα ορίζουμε | να ορίζουμε | ||
β' πληθ. | ορίζετε | ορίζατε | θα ορίζετε | να ορίζετε | ορίζετε | |
γ' πληθ. | ορίζουν(ε) | όριζαν ορίζαν(ε) |
θα ορίζουν(ε) | να ορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | όρισα | θα ορίσω | να ορίσω | ορίσει | ||
β' ενικ. | όρισες | θα ορίσεις | να ορίσεις | όρισε | ||
γ' ενικ. | όρισε | θα ορίσει | να ορίσει | |||
α' πληθ. | ορίσαμε | θα ορίσουμε | να ορίσουμε | |||
β' πληθ. | ορίσατε | θα ορίσετε | να ορίσετε | ορίστε | ||
γ' πληθ. | όρισαν ορίσαν(ε) |
θα ορίσουν(ε) | να ορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ορίσει | είχα ορίσει | θα έχω ορίσει | να έχω ορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ορίσει | είχες ορίσει | θα έχεις ορίσει | να έχεις ορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ορίσει | είχε ορίσει | θα έχει ορίσει | να έχει ορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ορίσει | είχαμε ορίσει | θα έχουμε ορίσει | να έχουμε ορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ορίσει | είχατε ορίσει | θα έχετε ορίσει | να έχετε ορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ορίσει | είχαν ορίσει | θα έχουν ορίσει | να έχουν ορίσει |
|