όρσε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επιφώνημα επεξεργασία
όρσε
- επιφώνημα κατά την χειρονομία μουτζώματος
- (το, ουδέτερο, άκλιτο) ορίστε όταν δείχνουμε κάτι αρνητικό ή μειωτικό για τον παρατηρητή
- (λαϊκότροπα) ορίστε, να αυτό, αυτό για εσένα, πάρε αυτό, έλα/πέρνα μέσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
όρσε
|