Δείτε επίσης: ἀφορίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αφορίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφορίζω < ἀφ- + ὁρίζω (αφ- + ορίζω). Δείτε και τον μεσαιωνικό τύπο ἀφορέζω.

αφορίζω, αόρ.: αφόρισα, παθ.φωνή: αφορίζομαι, π.αόρ.: αφορίστηκα, μτχ.π.π.: αφορισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία