αφορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφορίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφορίζω < ἀφ- + ὁρίζω (αφ- + ορίζω). Δείτε και τον μεσαιωνικό τύπο ἀφορέζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.foˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααφορίζω, αόρ.: αφόρισα, παθ.φωνή: αφορίζομαι, π.αόρ.: αφορίστηκα, μτχ.π.π.: αφορισμένος
- (εκκλησιαστικός όρος) διώχνω από την Εκκλησία, επιβάλλω ποινή αφορισμού
- ⮡ Τον αφόρισαν λόγω βλασφημίας.
- ⮡ Η Ιερά Εξέταση αφόριζε και έστελνε στην πυρά χιλιάδες ανθρώπους.
Συγγενικά
επεξεργασία- αφορεσμένος
- αφόρισμα
- αφορισμός, αφορεσμός
- αφοριστής
- αφοριστικά (επίρρημα)
- αφοριστικός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφορίζω | αφόριζα | θα αφορίζω | να αφορίζω | αφορίζοντας | |
β' ενικ. | αφορίζεις | αφόριζες | θα αφορίζεις | να αφορίζεις | αφόριζε | |
γ' ενικ. | αφορίζει | αφόριζε | θα αφορίζει | να αφορίζει | ||
α' πληθ. | αφορίζουμε | αφορίζαμε | θα αφορίζουμε | να αφορίζουμε | ||
β' πληθ. | αφορίζετε | αφορίζατε | θα αφορίζετε | να αφορίζετε | αφορίζετε | |
γ' πληθ. | αφορίζουν(ε) | αφόριζαν αφορίζαν(ε) |
θα αφορίζουν(ε) | να αφορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφόρισα | θα αφορίσω | να αφορίσω | αφορίσει | ||
β' ενικ. | αφόρισες | θα αφορίσεις | να αφορίσεις | αφόρισε | ||
γ' ενικ. | αφόρισε | θα αφορίσει | να αφορίσει | |||
α' πληθ. | αφορίσαμε | θα αφορίσουμε | να αφορίσουμε | |||
β' πληθ. | αφορίσατε | θα αφορίσετε | να αφορίσετε | αφορίστε | ||
γ' πληθ. | αφόρισαν αφορίσαν(ε) |
θα αφορίσουν(ε) | να αφορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφορίσει | είχα αφορίσει | θα έχω αφορίσει | να έχω αφορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφορίσει | είχες αφορίσει | θα έχεις αφορίσει | να έχεις αφορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφορίσει | είχε αφορίσει | θα έχει αφορίσει | να έχει αφορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφορίσει | είχαμε αφορίσει | θα έχουμε αφορίσει | να έχουμε αφορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφορίσει | είχατε αφορίσει | θα έχετε αφορίσει | να έχετε αφορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφορίσει | είχαν αφορίσει | θα έχουν αφορίσει | να έχουν αφορίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφορίζομαι | αφοριζόμουν(α) | θα αφορίζομαι | να αφορίζομαι | ||
β' ενικ. | αφορίζεσαι | αφοριζόσουν(α) | θα αφορίζεσαι | να αφορίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αφορίζεται | αφοριζόταν(ε) | θα αφορίζεται | να αφορίζεται | ||
α' πληθ. | αφοριζόμαστε | αφοριζόμαστε αφοριζόμασταν |
θα αφοριζόμαστε | να αφοριζόμαστε | ||
β' πληθ. | αφορίζεστε | αφοριζόσαστε αφοριζόσασταν |
θα αφορίζεστε | να αφορίζεστε | (αφορίζεστε) | |
γ' πληθ. | αφορίζονται | αφορίζονταν αφοριζόντουσαν |
θα αφορίζονται | να αφορίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφορίστηκα | θα αφοριστώ | να αφοριστώ | αφοριστεί | ||
β' ενικ. | αφορίστηκες | θα αφοριστείς | να αφοριστείς | αφορίσου | ||
γ' ενικ. | αφορίστηκε | θα αφοριστεί | να αφοριστεί | |||
α' πληθ. | αφοριστήκαμε | θα αφοριστούμε | να αφοριστούμε | |||
β' πληθ. | αφοριστήκατε | θα αφοριστείτε | να αφοριστείτε | αφοριστείτε | ||
γ' πληθ. | αφορίστηκαν αφοριστήκαν(ε) |
θα αφοριστούν(ε) | να αφοριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αφοριστεί | είχα αφοριστεί | θα έχω αφοριστεί | να έχω αφοριστεί | αφορισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αφοριστεί | είχες αφοριστεί | θα έχεις αφοριστεί | να έχεις αφοριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αφοριστεί | είχε αφοριστεί | θα έχει αφοριστεί | να έχει αφοριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αφοριστεί | είχαμε αφοριστεί | θα έχουμε αφοριστεί | να έχουμε αφοριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αφοριστεί | είχατε αφοριστεί | θα έχετε αφοριστεί | να έχετε αφοριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αφοριστεί | είχαν αφοριστεί | θα έχουν αφοριστεί | να έχουν αφοριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφορισμένος - είμαστε, είστε, είναι αφορισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφορισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφορισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφορισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφορισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφορισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφορισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφορίζω
Πηγές
επεξεργασία- αφορίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφορίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αφορίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας