αφορεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφορεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφορίζω
Μετοχή
επεξεργασίααφορεσμένος -η -ο ή αφορισμένος
- που τον έχει αφορίσει η Εκκλησία
Εκφράσεις
επεξεργασία- έκφραση που δείχνει την αγανάκτησή μας για κάποιον ή την έκπληξή μας για κάτι που έκανε
- βρε τον αφορεσμένο, τι έκανε πάλι!
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφορεσμένος
|