Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφορεσμένος η αφορεσμένη το αφορεσμένο
      γενική του αφορεσμένου της αφορεσμένης του αφορεσμένου
    αιτιατική τον αφορεσμένο την αφορεσμένη το αφορεσμένο
     κλητική αφορεσμένε αφορεσμένη αφορεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφορεσμένοι οι αφορεσμένες τα αφορεσμένα
      γενική των αφορεσμένων των αφορεσμένων των αφορεσμένων
    αιτιατική τους αφορεσμένους τις αφορεσμένες τα αφορεσμένα
     κλητική αφορεσμένοι αφορεσμένες αφορεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφορεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφορίζω

  Μετοχή επεξεργασία

αφορεσμένος -η -ο ή αφορισμένος

Εκφράσεις επεξεργασία

  • έκφραση που δείχνει την αγανάκτησή μας για κάποιον ή την έκπληξή μας για κάτι που έκανε
    βρε τον αφορεσμένο, τι έκανε πάλι!

  Μεταφράσεις επεξεργασία