αφορεσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφορεσμός < μεσαιωνική ελληνική αφορεσμός < αφορισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφορεσμός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αφορισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφορεσμός
|
αφορεσμός αρσενικό
|