βρετονικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βρετονικά, από το επίθετο βρετονικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾɛ.tɔ.ni.ˈka/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βρετονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βρετονικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
βρετονικά
- βρετονικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού