Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφοριστικός η αφοριστική το αφοριστικό
      γενική του αφοριστικού της αφοριστικής του αφοριστικού
    αιτιατική τον αφοριστικό την αφοριστική το αφοριστικό
     κλητική αφοριστικέ αφοριστική αφοριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφοριστικοί οι αφοριστικές τα αφοριστικά
      γενική των αφοριστικών των αφοριστικών των αφοριστικών
    αιτιατική τους αφοριστικούς τις αφοριστικές τα αφοριστικά
     κλητική αφοριστικοί αφοριστικές αφοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφοριστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αφοριστικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό
  2. κατηγορηματικός, απόλυτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία