αφοριστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφοριστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααφοριστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό
- κατηγορηματικός, απόλυτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφοριστικός
|