κατηγορηματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατηγορηματικός < κατηγόρημα + -ικός (1. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική catégorique[1]. 2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prédicatif[1])
Επίθετο
επεξεργασία
κατηγορηματικός
- που διατυπώνεται με τρόπο που δεν εγείρει αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, με απόλυτο τρόπο
- (γραμματική) που έχει σχέση με κατηγόρημα ή κατηγορούμενο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατηγορηματικός
|
- 1 2 κατηγορηματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας