Δείτε επίσης: ἐγείρω, ἀγείρω, αγείρω

Ετυμολογία

επεξεργασία

εγείρω, πρτ.: ήγειρα, στ.μέλλ.: θα εγείρω, αόρ.: ήγειρα, παθ.φωνή: εγείρομαι

  1. σηκώνω, προβάλλω
      εγείρεται ο κίνδυνος
  2. (μεταφορικά) προκαλώ, γεννώ σκέψη ή σκέψεις

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. εγείρω αξιώσεις / απαιτήσεις: προβάλλω αξιώσεις/απαιτήσεις, αξιώνω/απαιτώ
  2. εγείρω μομφές: αποδίδω μομφές, μέμφομαι
  3. εγείρω πρόποσιν: σηκώνω το ποτήρι μου για να κάνω πρόποση
  4. (νομικός όρος) εγείρω αγωγή, εγείρω ένσταση: κάνω αγωγή/ ένσταση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. εγείρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.