toast
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
toast | toasts |
toast (en)
- (μη μετρήσιμο) η φρυγανιά, φρυγανισμένη φέτα ψωμί
- ⮡ toast with butter - φρυγανιά με βούτυρο
- η πρόποση
- ⮡ I am giving/making a toast.
- Εγείρω/Κάνω πρόποση.
- ⮡ And now a toast to our success/to all those who…
- Και τώρα μια πρόποση για την επιτυχία μας/για όλους εκείνους που…
- ⮡ I am giving/making a toast.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | toast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | toasts |
αόριστος | toasted |
παθητική μετοχή | toasted |
ενεργητική μετοχή | toasting |
toast (en)
- φρυγανίζω, ξεροψήνω, ψήνω
- ⮡ I am toasting bread in a toaster.
- Φρυγανίζω ψωμί σε φρυγανιέρα.
- ⮡ I am toasting bread in a toaster.
- εγείρω πρόποση, προπίνω
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
toast | toasts |
toast (fr) αρσενικό
- η πρόποση
- porter un toast à quelqu'un
- κάνω μια πρόποση προς τιμή κάποιου
- un toast de bienvenue
- μία πρόποση καλωσορίσματος
- porter un toast à quelqu'un
- μια ξεροψημένη φέτα ψωμιού
- un toast beurré
- μια ξεροψημένη φέτα ψωμιού με βούτυρο
- un toast beurré
Συγγενικά
επεξεργασίαΙταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtoast (it)