Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
toast toasts

toast (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η φρυγανιά, φρυγανισμένη φέτα ψωμί
    ⮡  toast with butter - φρυγανιά με βούτυρο
  2. η πρόποση
    ⮡  I am giving/making a toast.
    Εγείρω/Κάνω πρόποση.
    ⮡  And now a toast to our success/to all those who…
    Και τώρα μια πρόποση για την επιτυχία μας/για όλους εκείνους που…
ενεστώτας toast
γ΄ ενικό ενεστώτα toasts
αόριστος toasted
παθητική μετοχή toasted
ενεργητική μετοχή toasting

toast (en)

  1. φρυγανίζω, ξεροψήνω, ψήνω
    ⮡  I am toasting bread in a toaster.
    Φρυγανίζω ψωμί σε φρυγανιέρα.
  2. εγείρω πρόποση, προπίνω



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɔst/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
toast toasts

toast (fr) αρσενικό

  1. η πρόποση
    porter un toast à quelqu'un
    κάνω μια πρόποση προς τιμή κάποιου
    un toast de bienvenue
    μία πρόποση καλωσορίσματος
  2. μια ξεροψημένη φέτα ψωμιού
    un toast beurré
    μια ξεροψημένη φέτα ψωμιού με βούτυρο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

toast (it)

  1. (γαστρονομία) τοστ