ξεροψήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεροψήνω
- ψήνω κάτι μέχρι να γίνει ξερό, τραγανό
- (μεταφορικά) ενοχλώ διαρκώς κάποιον με επίμονες ερωτήσεις ή κριτικές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεροψήνω
|