Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεροψήνω < ξερός + ψήνω

ξεροψήνω

  1. ψήνω κάτι μέχρι να γίνει ξερό, τραγανό
  2. (μεταφορικά) ενοχλώ διαρκώς κάποιον με επίμονες ερωτήσεις ή κριτικές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία