Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεροψήσιμο τα ξεροψησίματα
      γενική του ξεροψησίματος των ξεροψησιμάτων
    αιτιατική το ξεροψήσιμο τα ξεροψησίματα
     κλητική ξεροψήσιμο ξεροψησίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροψήσιμο < ξεροψήνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεροψήσιμο ουδέτερο

  1. ψήσιμο ενός φαγώσιμου μέχρι να γίνει ξερό, τραγανό
  2. (μεταφορικά) διαρκής και επίμονη παρενόχληση κάποιου, με ερωτήσεις, κριτικές, κ.α.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία