τραγανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τραγανός | η | τραγανή | το | τραγανό |
γενική | του | τραγανού | της | τραγανής | του | τραγανού |
αιτιατική | τον | τραγανό | την | τραγανή | το | τραγανό |
κλητική | τραγανέ | τραγανή | τραγανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τραγανοί | οι | τραγανές | τα | τραγανά |
γενική | των | τραγανών | των | τραγανών | των | τραγανών |
αιτιατική | τους | τραγανούς | τις | τραγανές | τα | τραγανά |
κλητική | τραγανοί | τραγανές | τραγανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τραγανός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τραγανός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾa.ɣaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐γα‐νός
Επίθετο
επεξεργασίατραγανός, -ή, -ό
- που έχει ξεροψηθεί κι, όταν το το μασάς, τρίζει
- ※ Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
- κρουστός, σκληρός (στην υφή) (π.χ. για φρούτα: κεράσια κ.λπ.
- (ουσιαστικοποιημένο) τραγανό: χόνδρος (στο αφτί, τη μύτη κ.α.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραγανός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τραγανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατραγανός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του τράγος: χόνδρος
- ※ <χόνδρος>· τραγανός. οὗτος ὁ ἅλιξ. ἢ παχύς, ἢ μωρός ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Χ
Επίθετο
επεξεργασίατραγανός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
Παράγωγα
επεξεργασία- τράγανον (του αυτιού)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- τραγανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.