↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρουστός η κρουστή το κρουστό
      γενική του κρουστού της κρουστής του κρουστού
    αιτιατική τον κρουστό την κρουστή το κρουστό
     κλητική κρουστέ κρουστή κρουστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρουστοί οι κρουστές τα κρουστά
      γενική των κρουστών των κρουστών των κρουστών
    αιτιατική τους κρουστούς τις κρουστές τα κρουστά
     κλητική κρουστοί κρουστές κρουστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾuˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρου‐στός

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
κρουστός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρουστός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική instruments à percussion ή τη γερμανική Schlaginstrumente (στον πληθυντικό)[1]. Δείτε κρούω

  Επίθετο

επεξεργασία

κρουστός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κρουστός < κρούστ(α) + -ός

  Επίθετο

επεξεργασία

κρουστός

  Αναφορές

επεξεργασία