Δείτε επίσης: Ντούρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντούρος η ντούρα το ντούρο
      γενική του ντούρου της ντούρας του ντούρου
    αιτιατική τον ντούρο την ντούρα το ντούρο
     κλητική ντούρε ντούρα ντούρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντούροι οι ντούρες τα ντούρα
      γενική των ντούρων των ντούρων των ντούρων
    αιτιατική τους ντούρους τις ντούρες τα ντούρα
     κλητική ντούροι ντούρες ντούρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντούρος < (άμεσο δάνειο) βενετική duro[1] < λατινική durus < πρωτοϊταλική *dūros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *duh₂-ró-s < *dweh₂- (μακρύς)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdu.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντού‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ντούρος, -α, -ο

  1. που είναι σκληρός και ανθεκτικός
     συνώνυμα: σκληρός
     αντώνυμα: μαλακός
  2. που δύσκολα λυγίζει
     συνώνυμα: αλύγιστος, άκαμπτος
     αντώνυμα: ευλύγιστος, εύκαμπτος
  3. που έχει το κορμί του ίσιο, που το κρατάει άκαμπτο και αλύγιστο
     συνώνυμα: στητός
  4. που δεν αλλάζει εύκολα απόψεις, που μένει σταθερός στις αποφάσεις του ή τις αρχές του
     συνώνυμα: αταλάντευτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία