Ετυμολογία

επεξεργασία
λυγίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λυγίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈʝi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐γί‐ζω

λυγίζω, αόρ.: λύγισα, παθ.φωνή: λυγίζομαι, π.αόρ.: λυγίστηκα, μτχ.π.π.: λυγισμένος

  1. (μεταβατικό) αλλάζω το νοητό άξονα κάποιου αντικειμένου εφαρμόζοντας πίεση, χωρίς να το σπάσω ή να μεταβάλλω τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του
     συνώνυμα: κάμπτω, κυρτώνω
  2. (αμετάβατο) λυγίζω, κάμπτω τον εαυτό μου ή κάποιο μέλος του σώματός μου
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) χάνω τη δύναμη της αντίστασής μου, ενδίδω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

λυγίζω < λείπει η ετυμολογία

λυγίζω

  1. (αμετάβατο) και (μεταβατικό) λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω
  2. (μεταφορικά) ρίχνω κάτω, καταβάλλω