λυγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λυγίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λυγίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈʝi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐γί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαλυγίζω, αόρ.: λύγισα, παθ.φωνή: λυγίζομαι, π.αόρ.: λυγίστηκα, μτχ.π.π.: λυγισμένος
- (μεταβατικό) αλλάζω το νοητό άξονα κάποιου αντικειμένου εφαρμόζοντας πίεση, χωρίς να το σπάσω ή να μεταβάλλω τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του
- (αμετάβατο) λυγίζω, κάμπτω τον εαυτό μου ή κάποιο μέλος του σώματός μου
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) χάνω τη δύναμη της αντίστασής μου, ενδίδω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λυγίζω | λύγιζα | θα λυγίζω | να λυγίζω | λυγίζοντας | |
β' ενικ. | λυγίζεις | λύγιζες | θα λυγίζεις | να λυγίζεις | λύγιζε | |
γ' ενικ. | λυγίζει | λύγιζε | θα λυγίζει | να λυγίζει | ||
α' πληθ. | λυγίζουμε | λυγίζαμε | θα λυγίζουμε | να λυγίζουμε | ||
β' πληθ. | λυγίζετε | λυγίζατε | θα λυγίζετε | να λυγίζετε | λυγίζετε | |
γ' πληθ. | λυγίζουν(ε) | λύγιζαν λυγίζαν(ε) |
θα λυγίζουν(ε) | να λυγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λύγισα | θα λυγίσω | να λυγίσω | λυγίσει | ||
β' ενικ. | λύγισες | θα λυγίσεις | να λυγίσεις | λύγισε | ||
γ' ενικ. | λύγισε | θα λυγίσει | να λυγίσει | |||
α' πληθ. | λυγίσαμε | θα λυγίσουμε | να λυγίσουμε | |||
β' πληθ. | λυγίσατε | θα λυγίσετε | να λυγίσετε | λυγίστε | ||
γ' πληθ. | λύγισαν λυγίσαν(ε) |
θα λυγίσουν(ε) | να λυγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λυγίσει | είχα λυγίσει | θα έχω λυγίσει | να έχω λυγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λυγίσει | είχες λυγίσει | θα έχεις λυγίσει | να έχεις λυγίσει | έχε λυγισμένο | |
γ' ενικ. | έχει λυγίσει | είχε λυγίσει | θα έχει λυγίσει | να έχει λυγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λυγίσει | είχαμε λυγίσει | θα έχουμε λυγίσει | να έχουμε λυγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λυγίσει | είχατε λυγίσει | θα έχετε λυγίσει | να έχετε λυγίσει | έχετε λυγισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν λυγίσει | είχαν λυγίσει | θα έχουν λυγίσει | να έχουν λυγίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λυγισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λυγισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λυγισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λυγισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λυγίζομαι | λυγιζόμουν(α) | θα λυγίζομαι | να λυγίζομαι | ||
β' ενικ. | λυγίζεσαι | λυγιζόσουν(α) | θα λυγίζεσαι | να λυγίζεσαι | ||
γ' ενικ. | λυγίζεται | λυγιζόταν(ε) | θα λυγίζεται | να λυγίζεται | ||
α' πληθ. | λυγιζόμαστε | λυγιζόμαστε λυγιζόμασταν |
θα λυγιζόμαστε | να λυγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | λυγίζεστε | λυγιζόσαστε λυγιζόσασταν |
θα λυγίζεστε | να λυγίζεστε | (λυγίζεστε) | |
γ' πληθ. | λυγίζονται | λυγίζονταν λυγιζόντουσαν |
θα λυγίζονται | να λυγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λυγίστηκα | θα λυγιστώ | να λυγιστώ | λυγιστεί | ||
β' ενικ. | λυγίστηκες | θα λυγιστείς | να λυγιστείς | λυγίσου | ||
γ' ενικ. | λυγίστηκε | θα λυγιστεί | να λυγιστεί | |||
α' πληθ. | λυγιστήκαμε | θα λυγιστούμε | να λυγιστούμε | |||
β' πληθ. | λυγιστήκατε | θα λυγιστείτε | να λυγιστείτε | λυγιστείτε | ||
γ' πληθ. | λυγίστηκαν λυγιστήκαν(ε) |
θα λυγιστούν(ε) | να λυγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λυγιστεί | είχα λυγιστεί | θα έχω λυγιστεί | να έχω λυγιστεί | λυγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις λυγιστεί | είχες λυγιστεί | θα έχεις λυγιστεί | να έχεις λυγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει λυγιστεί | είχε λυγιστεί | θα έχει λυγιστεί | να έχει λυγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λυγιστεί | είχαμε λυγιστεί | θα έχουμε λυγιστεί | να έχουμε λυγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε λυγιστεί | είχατε λυγιστεί | θα έχετε λυγιστεί | να έχετε λυγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λυγιστεί | είχαν λυγιστεί | θα έχουν λυγιστεί | να έχουν λυγιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λυγισμένος - είμαστε, είστε, είναι λυγισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λυγισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λυγισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λυγισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λυγισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λυγισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λυγισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λυγίζω
Πηγές
επεξεργασία- λυγίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαλυγίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαλυγίζω
- (αμετάβατο) και (μεταβατικό) λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω
- (μεταφορικά) ρίχνω κάτω, καταβάλλω
Πηγές
επεξεργασία- λυγίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λυγίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.