bend
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | bend |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | bends |
αόριστος | bent |
παθητική μετοχή | bent |
ενεργητική μετοχή | bending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bend | bends |
bend (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
bend (en)