Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυγιστός η λυγιστή το λυγιστό
      γενική του λυγιστού της λυγιστής του λυγιστού
    αιτιατική τον λυγιστό τη λυγιστή το λυγιστό
     κλητική λυγιστέ λυγιστή λυγιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυγιστοί οι λυγιστές τα λυγιστά
      γενική των λυγιστών των λυγιστών των λυγιστών
    αιτιατική τους λυγιστούς τις λυγιστές τα λυγιστά
     κλητική λυγιστοί λυγιστές λυγιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυγιστός < λυγίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.ʝiˈstos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /li.ʝiˈsti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /li.ʝiˈsto/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

λυγιστός, -ή, -ό

  1. που έχει την ικανότητα να λυγίσει
     συνώνυμα: εύκαμπτος
  2. που έχει λυγίσει
     συνώνυμα: κεκαμμένος, λυγισμένος

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κουνιστός και λυγιστός:
    • που κουνιέται με νάζι και επιδεικτικότητα
    • (μεταφορικά) που δεν έχει επηρεαστεί από κάτι δυσάρεστο στο οποίο είχε εμπλοκή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία