λυγερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λυγερός | η | λυγερή | το | λυγερό |
γενική | του | λυγερού | της | λυγερής | του | λυγερού |
αιτιατική | τον | λυγερό | τη | λυγερή | το | λυγερό |
κλητική | λυγερέ | λυγερή | λυγερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λυγεροί | οι | λυγερές | τα | λυγερά |
γενική | των | λυγερών | των | λυγερών | των | λυγερών |
αιτιατική | τους | λυγερούς | τις | λυγερές | τα | λυγερά |
κλητική | λυγεροί | λυγερές | λυγερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λυγερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λυγερός[1] < λυγηρός < λυγ(έα) (λυγαριά) + -ερός < αρχαία ελληνική λύγος [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.ʝeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐γε‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
λυγερός, -ή, -ό
- που λυγίζει εύκολα
Συγγενικά επεξεργασία
- Λυγερή (όνομα)
- Λυγερός (επώνυμο)
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- λυγερ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
→ και δείτε τη λέξη λυγαριά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λυγερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λυγαρέα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- λυγερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].