Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
souple souples

souple (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εύκαμπτος
  2. ευλύγιστος
  3. (μεταφορικά) ευέλικτος

Συγγενικά

επεξεργασία