souplesse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
souplesse | souplesses |
souplesse (fr) θηλυκό
- η ευλυγισία, η ευκαμψία, η ελαστικότητα, η λυγεράδα
- (μεταφορικά) η ευελιξία