Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /su.plɛs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
souplesse souplesses

souplesse (fr) θηλυκό

  1. η ευλυγισία, η ευκαμψία, η ελαστικότητα, η λυγεράδα
  2. (μεταφορικά) η ευελιξία