Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευλυγισία οι ευλυγισίες
      γενική της ευλυγισίας των ευλυγισιών
    αιτιατική την ευλυγισία τις ευλυγισίες
     κλητική ευλυγισία ευλυγισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευλυγισία < ευ- + (λυγίζω) λυγισ- + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.vli.ʝiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐λυ‐γι‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευλυγισία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ευλύγιστου, το να είναι κάποιος εύκαμπτος
     συνώνυμα: ευκαμψία
    1. η ελαστικότητα των μυών και η αρθρική κινητικότητα
    2. η ευκολία που έχει κάποιο σώμα ή κάτι στο να λυγίζει
  2. (μεταφορικά) η ικανότητα προσαρμογής σε κάτι νέο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία