ευκολία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευκολία | οι | ευκολίες |
γενική | της | ευκολίας | των | ευκολιών |
αιτιατική | την | ευκολία | τις | ευκολίες |
κλητική | ευκολία | ευκολίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευκολία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐκολία (καλή διάθεση, ευκολία στην κίνηση) < εὔκολος < εὖ + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, γυρίζω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική facilité[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ef.koˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κο‐λί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευκολία θηλυκό
- το να είναι κάτι εύκολο
- ευχέρεια
- επιπολαιότητα, έλλειψη βαθύτερης και ηθικότερης προσέγγισης
- διευκόλυνση
- (πληθυντικός) ευκολίες: διευκολύνσεις στην καθημερινή ζωή με τη συνδρομή της τεχνολογίας, ώστε να εξασφαλίζεται ένας άνετος τρόπος ζωής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εύκολος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευκολία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευκολία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ευκολία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)