διευκόλυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διευκόλυνση | οι | διευκολύνσεις |
γενική | της | διευκόλυνσης* | των | διευκολύνσεων |
αιτιατική | τη | διευκόλυνση | τις | διευκολύνσεις |
κλητική | διευκόλυνση | διευκολύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευκολύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διευκόλυνση < διευκολύνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιευκόλυνση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος διευκολύνω, το να κάνεις κάτι πιο εύκολο για κάποιον
- (ειδικότερα) εκδούλευση, χάρη, εξυπηρέτηση
- (ειδικότερα) μικρό συνήθως δάνειο για μικρό χρονικό διάστημα ή συναίνεση για να καθυστερήσει μία πληρωμή
- ΔΕΗ: Tαμειακή διευκόλυνση με καθυστέρηση καταβολής 250 εκατ. ευρώ. Με πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου το υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε η ΔΕΗ να καθυστερήσει την καταβολή πρός το ελληνικό δημόσιο ποσού 250 εκατ. ευρώ από την είσπραξη του έκτακτου τέλους Ακίνητης Περιουσίας, ώστε να διευθετήσει τα άμεσα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζει. (από την εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 27/4/2012)
Μεταφράσεις
επεξεργασία διευκόλυνση
|