εκδούλευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδούλευση | οι | εκδουλεύσεις |
γενική | της | εκδούλευσης* | των | εκδουλεύσεων |
αιτιατική | την | εκδούλευση | τις | εκδουλεύσεις |
κλητική | εκδούλευση | εκδουλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδουλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκδούλευση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκδούλευ(σις) (σκλάβωμα) + -ση < ἐκδουλεύω < ἐκ (εκ-) + αρχαία ελληνική δουλεύω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική service[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ekˈðu.lef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐δού‐λευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκδούλευση θηλυκό
- ενέργεια (υπηρεσία ή διευκόλυνση) που γίνεται προς όφελος τρίτου μετά από αίτημά του και από καλή διάθεση απέναντί του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εκδουλευτικός
- → δείτε τις λέξεις δουλεύω και δούλος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εκδούλευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας