πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδούλευση οι εκδουλεύσεις
      γενική της εκδούλευσης* των εκδουλεύσεων
    αιτιατική την εκδούλευση τις εκδουλεύσεις
     κλητική εκδούλευση εκδουλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδουλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκδούλευση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία