δουλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δουλεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δουλεύω < αρχαία ελληνική < δοῦλος < χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος). Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀈𐀁𐀫 (do-e-or)
Ρήμα
επεξεργασίαδουλεύω, αόρ.: δούλεψα, π.αόρ.: δουλεύτηκα, μτχ.π.π.: δουλεμένος
- κάνω μια χειρωνακτική ή πνευματική δουλειά
- λειτουργώ
- ↪ Το ρολόι/μηχάνημα σταμάτησε να δουλεύει
- πειράζω κάποιον, τον ξεγελώ
- ※ Με χαμόγελο με κέφι / πώς με καταφέρνεις και γελάς, / μπράβο σου πώς με δουλεύεις / κι όλο φίνα την περνάς. (Βασίλης Τσιτσάνης, τραγούδι Μπράβο σου πώς με δουλεύεις)
- ≈ συνώνυμα: κοροϊδεύω, εξαπατώ
Εκφράσεις
επεξεργασία- δούλευε να φας και κλέψε να 'χεις:
- κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει:
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δουλεύω | δούλευα | θα δουλεύω | να δουλεύω | δουλεύοντας | |
β' ενικ. | δουλεύεις | δούλευες | θα δουλεύεις | να δουλεύεις | δούλευε | |
γ' ενικ. | δουλεύει | δούλευε | θα δουλεύει | να δουλεύει | ||
α' πληθ. | δουλεύουμε | δουλεύαμε | θα δουλεύουμε | να δουλεύουμε | ||
β' πληθ. | δουλεύετε | δουλεύατε | θα δουλεύετε | να δουλεύετε | δουλεύετε | |
γ' πληθ. | δουλεύουν(ε) | δούλευαν δουλεύαν(ε) |
θα δουλεύουν(ε) | να δουλεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δούλεψα | θα δουλέψω | να δουλέψω | δουλέψει | ||
β' ενικ. | δούλεψες | θα δουλέψεις | να δουλέψεις | δούλεψε | ||
γ' ενικ. | δούλεψε | θα δουλέψει | να δουλέψει | |||
α' πληθ. | δουλέψαμε | θα δουλέψουμε | να δουλέψουμε | |||
β' πληθ. | δουλέψατε | θα δουλέψετε | να δουλέψετε | δουλέψτε | ||
γ' πληθ. | δούλεψαν δουλέψαν(ε) |
θα δουλέψουν(ε) | να δουλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δουλέψει | είχα δουλέψει | θα έχω δουλέψει | να έχω δουλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις δουλέψει | είχες δουλέψει | θα έχεις δουλέψει | να έχεις δουλέψει | έχε δουλεμένο | |
γ' ενικ. | έχει δουλέψει | είχε δουλέψει | θα έχει δουλέψει | να έχει δουλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε δουλέψει | είχαμε δουλέψει | θα έχουμε δουλέψει | να έχουμε δουλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε δουλέψει | είχατε δουλέψει | θα έχετε δουλέψει | να έχετε δουλέψει | έχετε δουλεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν δουλέψει | είχαν δουλέψει | θα έχουν δουλέψει | να έχουν δουλέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δουλεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δουλεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δουλεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δουλεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δουλεύομαι | δουλευόμουν(α) | θα δουλεύομαι | να δουλεύομαι | ||
β' ενικ. | δουλεύεσαι | δουλευόσουν(α) | θα δουλεύεσαι | να δουλεύεσαι | (δουλεύου) | |
γ' ενικ. | δουλεύεται | δουλευόταν(ε) | θα δουλεύεται | να δουλεύεται | ||
α' πληθ. | δουλευόμαστε | δουλευόμαστε δουλευόμασταν |
θα δουλευόμαστε | να δουλευόμαστε | ||
β' πληθ. | δουλεύεστε | δουλευόσαστε δουλευόσασταν |
θα δουλεύεστε | να δουλεύεστε | (δουλεύεστε) | |
γ' πληθ. | δουλεύονται | δουλεύονταν δουλευόντουσαν |
θα δουλεύονται | να δουλεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δουλεύτηκα | θα δουλευτώ | να δουλευτώ | δουλευτεί | ||
β' ενικ. | δουλεύτηκες | θα δουλευτείς | να δουλευτείς | δουλέψου | ||
γ' ενικ. | δουλεύτηκε | θα δουλευτεί | να δουλευτεί | |||
α' πληθ. | δουλευτήκαμε | θα δουλευτούμε | να δουλευτούμε | |||
β' πληθ. | δουλευτήκατε | θα δουλευτείτε | να δουλευτείτε | δουλευτείτε | ||
γ' πληθ. | δουλεύτηκαν δουλευτήκαν(ε) |
θα δουλευτούν(ε) | να δουλευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δουλευτεί | είχα δουλευτεί | θα έχω δουλευτεί | να έχω δουλευτεί | δουλεμένος | |
β' ενικ. | έχεις δουλευτεί | είχες δουλευτεί | θα έχεις δουλευτεί | να έχεις δουλευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει δουλευτεί | είχε δουλευτεί | θα έχει δουλευτεί | να έχει δουλευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δουλευτεί | είχαμε δουλευτεί | θα έχουμε δουλευτεί | να έχουμε δουλευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε δουλευτεί | είχατε δουλευτεί | θα έχετε δουλευτεί | να έχετε δουλευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δουλευτεί | είχαν δουλευτεί | θα έχουν δουλευτεί | να έχουν δουλευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δουλεμένος - είμαστε, είστε, είναι δουλεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δουλεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δουλεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δουλεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δουλεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δουλεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δουλεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία δουλεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- δουλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δουλεύω < δοῦλ(ος) + -εύω < χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος). Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀈𐀁𐀫 (do-e-or)
Ρήμα
επεξεργασίαδουλεύω
Κλίση
επεξεργασία δουλεύω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
επεξεργασία- δουλεύω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δουλεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δουλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.