работать (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο рабо́тать
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό рабо́тать рабо́таться
συνοπτικό
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду рабо́тать бу́дем рабо́тать
β' πρόσ. бу́дешь рабо́тать бу́дете рабо́тать
γ' πρόσ. бу́дет рабо́тать бу́дут рабо́тать
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. рабо́таю рабо́таем
β' πρόσ. рабо́таешь рабо́таете
γ' πρόσ. рабо́тает рабо́тают
προστακτική рабо́тай рабо́тайте
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής рабо́тающий
μετοχή ενεστώτα παθητικής
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα рабо́тая
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό рабо́тал рабо́тали
θηλυκό рабо́тала
ουδέτερο рабо́тало
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής рабо́тавший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα рабо́тав, рабо́тавши
παράγωγα ουσιαστικά рабо́та

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"