εργάζομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εργάζομαι < αρχαία ελληνική ἐργάζομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛɾ.ˈɣa.zɔ.mɛ/
ΡήμαΕπεξεργασία
εργάζομαι (αποθετικό)
Επεξεργασία
- απεργάζομαι
- επεξεργάζομαι
- εργαζόμενος
- κατεργάζομαι
- περιεργάζομαι
- συνεργάζομαι
- → δείτε τη λέξη έργο