• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εργάζομαι

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐργάζομαι

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εργάζομαι < αρχαία ελληνική ἐργάζομαι

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛɾ.ˈɣa.zɔ.mɛ/

  ΡήμαΕπεξεργασία

εργάζομαι (αποθετικό)

  • δουλεύω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • απεργάζομαι
  • επεξεργάζομαι
  • εργαζόμενος
  • κατεργάζομαι
  • περιεργάζομαι
  • συνεργάζομαι
  • → δείτε τη λέξη έργο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εργάζομαι
  • αγγλικά : work (en)
  • γαλλικά : travailler (fr)
  • γερμανικά : arbeiten (de)
  • εσπεράντο : labori (eo)
  • ιταλικά : lavorare (it)
  • λατινικά : laborare (la)
  • ολλανδικά : werken (nl)
  • πολωνικά : pracować (pl)
  • σορβικά : žěłaś
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εργάζομαι&oldid=4111051"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2019, στις 14:06

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2019, στις 14:06.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie