Ετυμολογία

επεξεργασία
labori < labor + -i
ρήμα labori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας laboras laboranta laborata
αόριστος laboris laborinta laborita
μέλλοντας laboros laboronta laborota
υποθετική laborus - -
προστακτική laboru - -

labori (eo)

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

labori (io)