• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

labor

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : labor-

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
    • 1.2 Ρήμα
  • 2 Λατινικά (la)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ουσιαστικό
      • 2.2.1 Κλίση

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

labor (en) (ΗΠΑ)

  • → δείτε τη λέξη  labour

  ΡήμαΕπεξεργασία

labor (en) (ΗΠΑ)

  • → δείτε τη λέξη  labour

Λατινικά (la)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

labor < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *lāb-

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

labor αρσενικό (& παλιότερη μορφή labos)

  1. κόπος, μόχθος
  2. εργασία
  3. φιλοπονία
  4. ταλαιπωρία
  5. άλγος, πόνος
  6. νόσος
  7. πάθος

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική labor laborēs
γενική laboris laborum
δοτική laborī laboribus
αιτιατική laborem laborēs
κλητική labor laborēs
αφαιρετική labore laboribus
(γ' κλίση)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=labor&oldid=5246094"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 13:46
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 13:46.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie