labos
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαlabos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lāb-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlabos αρσενικό (παλιότερη μορφή του labor)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | labos | laborēs |
γενική | laboris | laborum |
δοτική | laborī | laboribus |
αιτιατική | laborem | laborēs |
κλητική | labos | laborēs |
αφαιρετική | labore | laboribus |