Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μόχθος οι μόχθοι
      γενική του μόχθου των μόχθων
    αιτιατική τον μόχθο τους μόχθους
     κλητική μόχθε μόχθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόχθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόχθος αρσενικό

  1. κούραση, η επίπονη εργασία
  2. το αποτέλεσμα σκληρής εργασίας
    ο μόχθος του εργάτη

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
μοχθ- 

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  • → δείτε και τη λέξη κόπος

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόχθος οἱ μόχθοι
      γενική τοῦ μόχθου τῶν μόχθων
      δοτική τῷ μόχθ τοῖς μόχθοις
    αιτιατική τὸν μόχθον τοὺς μόχθους
     κλητική ! μόχθε μόχθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μόχθω
γεν-δοτ τοῖν  μόχθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόχθος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόχθος αρσενικό

  1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση
  2. δυσκολία, ταλαιπωρία
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1231 (1229-1232)
    ὡς εὖτ᾽ ἂν τὸ νέον παρῇ | κούφας ἀφροσύνας φέρον, | τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔ- | ξω; τίς οὐ καμάτων ἔνι;
    Γιατί, μόλις περάσει η πρώτη νιότη, | με την ανέμελή της αφροσύνη, | ποιός, πες μου, ποιός μόχθος απέξω μένει; | ποιός κάματος δεν μπαίνει στη ζωή μας;
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  3. (στον πληθυντικό) δυσκολιές, βάσανα, δυσχέρειες
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 248 (248-249)
    πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ | σπλάγχνον·
    το στήθος μου λαχάνιασε απ᾽ τους τόσους κόπους,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
μοχθ- 

  Πηγές επεξεργασία