Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδρώτας οι ιδρώτες
      γενική του ιδρώτα
    αιτιατική τον ιδρώτα τους ιδρώτες
     κλητική ιδρώτα ιδρώτες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδρώτας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἱδρώτας < αρχαία ελληνική ἱδρώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swidrōs < *sweyd- (ιδρώτας, ιδρώνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈðɾo.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δρώ‐τας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδρώτας αρσενικό

  1. σωματικό υγρό που εκκρίνεται από τους πόρους του δέρματος μετά από επίπονη άσκηση ή λόγω ζέστης ή από άλλες αιτίες
    ※  Το κορμί του γυάλιζε από τον ιδρώτα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. το ίδρωμα
  3. (μεταφορικά) προσπάθεια, κόπος

Εκφράσεις επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία