ίδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ίδρος | οι | ίδροι |
γενική | του | ίδρου | των | ίδρων |
αιτιατική | τον | ίδρο | τους | ίδρους |
κλητική | ίδρε | ίδροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίδρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἵδρος (αρσενικό, και ουδέτερο) < αρχαία ελληνική ἱδρώς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐δρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίδρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο ιδρώτας
- ※ Σκούπισε τα χέρια στα ρούχα του, κ' ύστερα, με την παλάμη, σκούπισε τον ίδρο απ' το πρόσωπό του. (Ηλίας Βενέζης (1937) Γαλήνη [μυθιστόρημα])
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ιδρό (ουδέτερο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ίδρος
|
Πηγές επεξεργασία
- ἵδρος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .