σουβάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουβάλα | οι | σουβάλες |
γενική | της | σουβάλας | — | |
αιτιατική | τη | σουβάλα | τις | σουβάλες |
κλητική | σουβάλα | σουβάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σουβάλα < σλαβικής προέλευσης sŭvala[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /suˈva.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐βά‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουβάλα θηλυκό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) φυσικός λάκκος ή ταμιευτήρας με νερό
- ※ Μέ λιοπύρια πού σκάζ’ ό τσίντσιρας καί νά πηγαίν’ ό ίδρος σουβάλα, μέ βροχές καί μέ γαζέπια (καταιγίδες) καί μέ μεγάλες φουρτούνες πού νά τούς χτυπούν τά χαλάζια στ’ αυτιά, πάντα αυτοί ξενηστικωμένοι παιδεύονται στούς δρόμους. (Ηπειρωτική Εστία, τεύχος 98, 1960, σελ. 464 [1])
Συγγενικά
επεξεργασίατοπωνύμια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σουβάλα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.