Σουβάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σουβάλα | οι | Σουβάλες |
γενική | της | Σουβάλας | — | |
αιτιατική | τη | Σουβάλα | τις | Σουβάλες |
κλητική | Σουβάλα | Σουβάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σουβάλα < σουβάλα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /suˈva.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σου‐βά‐λα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σουβάλα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Σουβάλα στη Βικιπαίδεια