λάκκος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λάκκος | οι | λάκκοι |
γενική | του | λάκκου | των | λάκκων |
αιτιατική | τον | λάκκο | τους | λάκκους |
κλητική | λάκκε | λάκκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λάκκος < αρχαία ελληνική λάκκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈla.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λάκ‐κος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λάκκος αρσενικό
- σκάβει το λάκκο του με τα ίδια του τα χέρια
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λάκκος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λάκκος | οἱ | λάκκοι |
γενική | τοῦ | λάκκου | τῶν | λάκκων |
δοτική | τῷ | λάκκῳ | τοῖς | λάκκοις |
αιτιατική | τὸν | λάκκον | τοὺς | λάκκους |
κλητική ὦ! | λάκκε | λάκκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάκκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λάκκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
λάκκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος), συγγενές με το lacus (λατινικά)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λάκκος αρσενικό
- τρύπα στο έδαφος
- φυσική ή τεχνητή λίμνη
- πρωτόγονη φυλακή ή θηριοτροφείο