Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λάκκος οι λάκκοι
      γενική του λάκκου των λάκκων
    αιτιατική τον λάκκο τους λάκκους
     κλητική λάκκε λάκκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάκκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λάκκος (νερόλακκος, πηγάδι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈla.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λάκ‐κος
παρώνυμο: Λιάκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάκκος αρσενικό

  1. η κοιλότητα στο έδαφος ή γενικά σε οριζόντια επιφάνεια
  2. (μεταφορικά) ο τάφος στην έκφραση σκάβω το λάκκο
    Σκάβει το λάκκο του με τα ίδια του τα χέρια.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
λακκ- 

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λάκκος οἱ λάκκοι
      γενική τοῦ λάκκου τῶν λάκκων
      δοτική τῷ λάκκ τοῖς λάκκοις
    αιτιατική τὸν λάκκον τοὺς λάκκους
     κλητική ! λάκκε λάκκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λάκκω
γεν-δοτ τοῖν  λάκκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάκκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lókus (γούρνα, νερόλακκος). Συγγενή: λατινική lacus > γαλλική lac, αγγλική lake

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάκκος, -ου αρσενικό

  1. τρύπα στο έδαφος
  2. φυσική ή τεχνητή λίμνη
  3. πρωτόγονη φυλακή ή θηριοτροφείο

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
λακκ- 

  Πηγές επεξεργασία